- επικουρίζω
- αμετ. быть последователем Эпикура
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικουρίζω — (Α ἐπικουρίζω) [επίκουρος] νεοελλ. έχω φιλήδονες διαθέσεις και τάσεις αρχ. ακολουθώ τις φιλοσοφικές αρχές τού Επικούρου, μιμούμαι τον Επίκουρο … Dictionary of Greek